πτερύγωμα

πτερύγωμα
τό
1) см. πτέρωμα; 2) крылья

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πτερύγωμα" в других словарях:

  • πτερύγωμα — το, ΝΑ 1. το πτέρωμα, το σύνολο τών φτερών ενός πτηνού 2. περίστυλο ελληνικού ναού αρχ. 1. το πτερύγιο τού αφτιού 2. η διάταξη τών γραμμάτων κειμένου σε πάπυρο σε σχήμα φτερού 3. στον πληθ. τὰ πτερυγώματα τα σαρκώματα τού γυναικείου αιδοίου που… …   Dictionary of Greek

  • πτερυγωμάτων — πτερύγωμα the wings neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερυγώμασι — πτερύγωμα the wings neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερυγώμασιν — πτερύγωμα the wings neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερυγώματα — πτερύγωμα the wings neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτερυγώματος — πτερύγωμα the wings neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»